σφιγκτήρας

σφιγκτήρας
ο / σφιγκτήρ, -ῆρος, NA
σύστημα δακτυλιόμορφων μυών που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα στόμιο τού σώματος («σφιγκτήρας τού πυλωρού»)
αρχ.
1. καθετί που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «σφιγκτήρ
χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. ἐλεγκ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • περιστομίς — ίδος, ἡ, Α 1. είδος ξύλινου οργάνου με το οποίο δοκίμαζαν το πάχος τών τόννων 2. σιδερένιος σφιγκτήρας γύρω από ένα στόμιο για συγκράτησή του, μέγγενη 3. φρ. «περιστομὶς φρέατος» στηθαίο πηγαδιού, φρόχειλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στόμα + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • προσαγωγείο — το / προσαγωγεῑον, ΝΑ [προσαγωγός] τεχνολ. ξύλινος σφιγκτήρας χρησιμοποιούμενος από τους ξυλουργούς …   Dictionary of Greek

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek

  • σούφρα — η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα 2. ρυτίδα 3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία 4. ο σφιγκτήρας τού πρωκτού 5. σούφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *sup(p)la < *supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστήρας — ο, Ν ναυτ. μηχανικός σφιγκτήρας που είναι στερεωμένος στο προστεγο, μέσα από τον οποίο διέρχεται η άγκυρα τού πλοίου και χρησιμεύει για να ακινητοποιεί την αλυσίδα τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω + επίθημα τήρας (πρβλ. ανεμισ τήρας). Η λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”